Μητροπολίτης Χαλκίδος ἐξελέγη χωρίς νά τό ἐπιθυμήσει ἤ νά τό ἐπιδιώξει. Ἀντίθετα, προσπάθησε μέ κάθε τρόπο νά τό ἀποφύγει. Γράφει στό προσωπικό του Ἡμερολόγιο: «Εἶδα τόν π. ..., τοῦ εἶπα τήν ἀγωνία μου. Μοῦ εἶπε νά πεῖς , ναί. Εἶναι ἐπιστράτευσις... Νοιώθω τόσο ἀδύνατος. Δέν κοιμῶμαι. Ἀσπιρίνες πῆρα προχθές καί χθές. Παναγία Μητέρα, μήπως μέ διώχνεις ἀπό τήν ἐδῶ ἡσυχία καί μακαριότητα, γιατί δέν σέ ὑπηρέτησα καλά; Κύριε, δέν ἀντέχω πειρασμούς. Βοήθει μοι. Δεῖξε μου Σύ τό δρόμο Σου. Εἶπα τούς ἐνδοιασμούς μου. Ἒκανα γενική ἐξομολόγηση. Στή Δευτέρα Παρουσία ἄς εἶναι μάρτυρες ὑπερασπίσεώς μου.Ἰδού ὁ δοῦλος σου.Ἂν θές ὅμως κάνε μέ ἄλλον τή δουλειά. Ἂν θές ἐμέ πάλι, τίς ἀντιστήσεται τῷ θελήματί Σου;»(Ξεσπ.σελ.70, 71).
Χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος στόν Ἱερό Ναό Εὐαγγελιστρίας τῆς Τήνου, ὅπου ὑπηρέτησε ὡς πνευματικός καί Ἱεροκήρυκας, στίς 19 Νοεμβρίου 1968, ἀπό τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρό Ἱερώνυμο (Κοτσώνη) μέ παλλαϊκή συμμετοχή.
Ἐνθρονίσθηκε καί ἐγκαταστάθηκε Μητροπολίτης στή Χαλκίδα στίς 8 Δεκεμβρίου 1968. Ἒγινε δεκτός ἀπό τόν λαό μέ πολλές ἐλπίδες.Ἐντυπωσίασε μέ τό ἦθος του καί τόν λόγο του, πού ἔβγαινε ἀπό τήν καρδιά του. Χαρακτηριστικός εἶναι ὁ ἐπίλογος τῆς ὁμιλίας του:
«Ἐπεστρατεύθην διά νά Σᾶς διακονήσω. Σᾶς καλῶ εἰς μίαν πνευματικήν ἐπιστράτευσιν ἀγάπης, διά νά γίνη ὁλόκληρος ἡ περιοχή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χαλκίδος ἕνα στάδιον ἀναπλαστικῆς δημιουργίας, ἕνα φυτώριον ἀρετῆς, ἕνα ἐργαστήριον ἀνασυγκροτήσεως ψυχῶν, ἕνας φάρος Ὀρθοδόξου ἀκτινοβολίας, μία ἔπαλξις πίστεως, ὥστε νά δοξάζεται τό Πανάγιον Ὂνομα τοῦ Θεοῦ καί νά εἶναι "τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός"» (Μητροπολίτου Φθιώτιδος Νικολάου, Νικόλαος Σελέντης σελ.98).