Οἱ νέοι

     Μέριμνά του καί καϋμός τῆς καρδιᾶς του εἶναι τά παιδιά, οἱ νέοι. Ἀναφέρει στό ἡμερολόγιό του: «Δουλεύω μέ ὅλη μου τήν καρδιά. Χτίζομε, ἐπιδιορθώνομε Οἰκοτροφεῖα, Ὀρφανοτροφεῖα κ.λ.π. ». (Ξεσπάσμ.σελ.83).


     Τό ἐνδιαφέρον του ὅλο μετουσιώνεται σέ πράξη. Στά Ἱδρύματα αὐτά καταβάλλεται κάθε προσπάθεια καί φροντίδα γιά τήν ὑγεία καί τή μόρφωσή τους, ἀλλά καί γιά τήν πνευματική τους καλλιέργεια. Τό προσωπικό ἐπιλέγεται μέ μεγάλη προσοχή. Ὁ ἴδιος παρακολουθεῖ ἀπό κοντά μέ συνεχεῖς ἐπισκέψεις. Τρώει μαζί μέ τά παιδιά, συζητεῖ μαζί τους καί ἀντιμετωπίζει ὅλα τους τά προβλήματα, ἀκόμα καί τῶν οἰκογένειῶν τους.



 Γιά τούς καλοκαιρινούς μῆνες ἱδρύει τίς κατασκηνώσεις στή Νεροτριβιά. Δουλεύει καί ὁ ἴδιος, ἀκόμα καί χειρωνακτικά, γιά νά εἶναι ὅλα ἕτοιμα γιά τά παιδιά. Καθημερινά, μετά τό Γραφεῖο στή Μητρόπολη, ἔφευγε γιά τήν Κατασκήνωση καί παρέμενε μέχρι τό βράδυ. Ἢθελε νά βρίσκεται πάντα κοντά τους καθοδηγῶντας τα γιά τή ζωή τους, ὡς πατέρας μέ πολλή ἀγάπη. «Τό τιτάνειο ἔργο τῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν δέν γίνεται μέ λόγια, ἀλλά μέ δάκρυα προσευχῆς καί μέ αἷμα θυσίας.
Μόνον οἱ γονεῖς πού ἔμαθαν νά γονατίζουν μέ φλόγα πίστεως μποροῦν νά ἀναδείξουν ἀληθινούς ἀνθρώπους» (Εὐβοϊκό χωριό τεῦχ.27ο, 2009 σελ.24). Ὁ Ἐπίσκοπος Νικόλαος γονάτιζε καί προσευχόταν ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς του. Γι’ αὐτό καί τά παιδιά τόν ἀγαποῦσαν, τόν σεβόντουσαν καί τόν εὐχαριστοῦσαν.

Ἐκτός ἀπό τά Ἱδρύματα καί τίς Κατασκηνώσεις φρόντιζε γιά ὅλους τούς νέους. Ἐπικοινωνοῦσε συχνά μέ τούς φοιτητές καί  σπουδαστές  μέ  συγκεντρώσεις, μέ ἀλληλογραφία καί προσωπικές συναντήσεις. Ἒγραφε σέ μιά ἐπιστολή του σέ μαθητές: «Ἀγαπητέ μου. Τό γράμμα αὐτό, πού κρατᾶς στά χέρια σου, ἔχει ἕνα σκοπό, νά ΄ρθει δίπλα σου ἕνας μεγαλύτερός σου, νά σοῦ συμπαρασταθεῖ, νά κουβεντιάσει μαζί σου καθαρά καί μέ κατανόηση.» (Εὐβοϊκό χωριό τ.27 σελ.44).
Δέν παρέλειπε ποτέ νά φροντίζει γιά τά προβλήματά τους, ἀκόμα καί τά οἰκονομικά. Γι’ αὐτό τά παιδιά καί οἱ νέοι στήν κηδεία του τόν συνόδευαν μέ κλάματα καί δάκρυα γιά τόν πατέρα τους τόν πολυαγαπημένον.